Tuesday, December 10, 2013

ODYSSEAS ELYTIS-ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ




ODYSSEAS ELYTIS (NOVEMBER 2, 1911 – MARCH 18, 1996)
A tribute to the poet and his work 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ (2 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1911-18 ΜΑΡΤΙΟΥ 1996)
Ένα αφιέρωμα στον ποιητή και στο έργο του




Η Συναυλία των Γυακίνθων

Στάσου λιγάκι πιο κοντά στη σιωπή και μάζεψε τα μαλλιά της νύχτας αυτής που
ονειρεύεται γυμνό το σώμα της.
Έχει πολλούς ορίζοντες, πολλές πυξίδες, και μια μοίρα που καίει ακούραστη κάθε φορά και τα πενήντα δύο χαρτιά της.
Ύστερα ξαναρχίζει με κάτι άλλο - με το χέρι σου, που του δίνει μαργαριτάρια για να βρει έναν πόθο, ένα νησίδιο ύπνου.

Στάσου λιγάκι πιο κοντά στη σιωπή κι αγκάλιασε την πελώριαν άγκυρα που ηγεμονεύει στους βυθούς.
Σε λίγο θα ‘ναι στα σύννεφα. Κι εσύ δε θα καταλαβαίνεις, μα θα κλαις, θα κλαις για να σε φιλήσω,
κι όταν πάω ν’ ανοίξω μια σχισμή στο ψέμα, έναν μικρό γαλανό φεγγίτη στη μέθη, θα με δαγκάσεις.
Μικρή, ζηλιάρα της ψυχής μου σκιά, γεννήτρα μιας μουσικής κάτω απ’ το σεληνόφωτο
Στάσου λιγάκι πιο κοντά μου.

II
Εδώ - μέσα στα πρώιμα ψιθυρίσματα των πόθων, ένιωσες για πρώτη φορά την οδυνηρή ευτυχία του να ζεις!
Μεγάλα κι αμφίβολα πουλιά σχίζαν τις παρθενιές των κόσμων σου.
Σ’ ένα σεντόνι απλωμένο έβλεπαν οι κύκνοι τα μελλοντικά τους άσματα κι από κάθε πτυχή της νύχτας ξεκινούσαν
τινάζοντας τα όνειρά τους μες στα νερά, ταυτίζοντας την ύπαρξή τους με την ύπαρξη των αγκαλιών που προσμέναν.
Μα τα βήματα που δεν έσβησαν τα δάση τους αλλά στάθηκαν στη γλαυκή κόχη τ’
ουρανού και των ματιών σου τι γύρευαν;
Ποιο έναστρο αμάρτημα πλησίαζε τους χτύπους της απελπισίας σου; Μήτε η λίμνη, μήτε η ευαισθησία της, μήτε το εύφλεκτο φάντασμα δυο συνεννοημένων χεριών δεν αξιώθηκαν ποτέ ν’ αντιμετωπίσουν ένα τέτοιο ρόδινο αναστάτωμα.

III
Έμβρυο πιο φωτεινής επιτυχίας - μέρα λαξεμένη με κόπο πάνω στ’
αχνάρια του αγνώστου.
Όσο πληρώνεται το δάκρυ, ξεφεύγει απ’ τον ήλιο.
Κι εσύ που μασάς τις ώρες σου σαν πικροδάφνη γίνεσαι οιωνός τρυφερού ταξιδιού μες στην αθανασία.



Orientations (1941)

The Concert of the Hyacinths

Stand a little closer to the silence, and gather the hair of this night who dreams her
body is naked. She has many horizons, many compasses, and a fate that tirelessly invalidates
all her fifty-two cards every time. Afterward she begins again with something else-with your hand, to which she gives pearls so it may find a desire, an islet of sleep.

Stand a little closer to the silence and embrace the huge anchor that rules in the deep. In a while it will be among the clouds. And you will not understand, but will weep, weep for me to kiss you, and when I go to open a rent in the lie, to open a small blue skylight in intoxication, you will bite me. Young, jealous shadow of my soul, genetrix of a music under moonlight
Stand a little closer to me.




II
Here-in desires' early whispering, you felt for the first time the painful happiness of living! Big uncertain birds tore the virginities of your worlds. On a spread -out
sheet the swans saw their future songs and from every fold of night they set out tossing
their dreams in the waters, identifying their existence with the existence of embraces they anticipated.
But what were they seeking, these steps that did not efface their forests but stood in the glaucous socket of the sky and of your eyes? What starry sin approached the beats of your despair?
Neither the lake, nor its sensitivity, nor the flammable ghost of two hands in agreement
had the luck to confront such a rosy turmoil.


III
Embryo of a more luminous success-day carved with effort on the traces of the
unknown.
You pay the tear, and it gets away from the sun.
And you who chew your hours like oleander become the omen of a tender voyage into immortality.


Προσανατολισμοί (1941)

Η Μαρίνα των Βράχων

Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη - Μα πού γύριζες Ολημερίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας Αετοφόρος άνεμος γύμνωσε τους λόφους
Γύμνωσε την επιθυμία σου ως το κόκαλο
Κι οι κόρες των ματιών σου πήρανε τη σκυτάλη της Χίμαιρας
Ριγώνοντας μ’ αφρό τη θύμηση!
Πού είναι η γνώριμη ανηφοριά του μικρού Σεπτεμβρίου Στο κοκκινόχωμα όπου έπαιζες θωρώντας προς τα κάτω Τους βαθιούς κυαμώνες των άλλων κοριτσιών
Τις γωνιές όπου οι φίλες σου άφηναν αγκαλιές τα διοσμαρίνια

- Μα πού γύριζες
Ολονυχτίς τη σκληρή ρέμβη της πέτρας και της θάλασσας
Σου ‘λεγα να μετράς μες στο γδυτό νερό τις φωτεινές του μέρες
Ανάσκελη να χαίρεσαι την αυγή των πραγμάτων
Ή πάλι να γυρνάς κίτρινους κάμπους
Μ’ ένα τριφύλλι φως στο στήθος σου ηρωίδα ιάμβου.

Έχεις μια γεύση τρικυμίας στα χείλη Κι ένα φόρεμα κόκκινο σαν το αίμα Βαθιά μες στο χρυσάφι του καλοκαιριού
Και τ’ άρωμα των γυακίνθων - Μα πού γύριζες

Κατεβαίνοντας προς τους γιαλούς τους κόλπους με τα βότσαλα
Ήταν εκεί ένα κρύο αρμυρό θαλασσόχορτο
Μα πιο βαθιά ένα ανθρώπινο αίσθημα που μάτωνε
Κι άνοιγες μ’ έκπληξη τα χέρια σου λέγοντας τ’ όνομά του
Ανεβαίνοντας ανάλαφρα ως τη διαύγεια των βυθών
Όπου σελάγιζε ο δικός σου ο αστερίας.

Άκουσε, ο λόγος είναι των στερνών η φρόνηση Κι ο χρόνος γλύπτης των ανθρώπων παράφορος Κι ο ήλιος στέκεται από πάνω του θηρίο ελπίδας Κι εσύ πιο κοντά του σφίγγεις έναν έρωτα Έχοντας μια πικρή γεύση τρικυμίας στα χείλη.

Δεν είναι για να λογαριάζεις γαλανή ως το κόκαλο άλλο καλοκαίρι
Για ν’ αλλάξουνε ρέμα τα ποτάμια Και να σε πάνε πίσω στη μητέρα τους Για να ξαναφιλήσεις άλλες κερασιές Ή για να πας καβάλα στον μαΐστρο.
Στυλωμένη στους βράχους δίχως χτες και αύριο
Στους κινδύνους των βράχων με τη χτενισιά της θύελλας
Θ’ αποχαιρετήσεις το αίνιγμά σου.

Orientations (1941)

Marina of the Rocks

You have a taste of tempest on your lips-But where did you rove
Daylong with the hard reverie of stone and sea
Eagle-bearing wind stripped the hills
Stripped your desire to the bone
And the pupils of your eyes took the Chimaera's staff
Scoring memory with foam!
Where is the familiar slope oflittle September
On the red earth where you played gazing down toward
The deep bushes of the other girls
The corners where your friends left armfuls of marine mint

-But where did you rove
Nightlong with the hard reverie of stone and sea
I told you to measure its luminous days in the unclothed water
To enjoy on your back the dawn of things
Or else to wander on yellow plains
With a clover of light on your breasts heroine of iamb.

You have a taste of tempest on your lips
And a dress red as blood
Deep in the gold of summer
And the aroma of hyacinths-But where did you rove

Descending toward the shores the pebbled bays
A cold salt sea grass was there
But deeper a human feeling that bled
And you opened your arms in surprise saying its name
Ascending lightly to the depths' limpidity
Where your own starfish glittered.

Listen, the word is the prudence of our last days
And time is a passionate sculptor of men And the sun stands over it a beast of hope And you nearer it hold tight a love
With a bitter taste of tempest on your lips.

It's not for you blue to the bone to count on another summer
For rivers to change course
And take you back to their mother
For you to kiss again other cherry trees
Or go riding on the north wester
Fixed on rocks without yesterday or tomorrow
Fixed on dangers of rocks with the streaming hair of the storm
You'll bid farewell to your enigma.


 


Ήλιος ο Πρώτος (1943)

VIII

Έζησα τ' όνομα το αγαπημένο
Στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς
Στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας.

Εκείνοι που με λιθοβόλησαν δεν ζούνε πια
Με τις πέτρες τους έχτισα μια κρήνη
Στο κατώφλι της έρχονται χλωρά κορίτσια
Τα χείλια τους κατάγονται από την αυγή
Τα μαλλιά τους ξετυλίγονται βαθιά στο μέλλον.

Έρχονται χελιδόνια τα μωρά του ανέμου Πίνουν πετούν να πάει μπροστά η ζωή Το φόβητρο του ονείρου γίνεται όνειρο Η οδύνη στρίβει το καλό ακρωτήρι
Καμιά φωνή δεν πάει χαμένη στους κόρφους τ' ουρανού.

Ω αμάραντο πέλαγο τι ψιθυρίζεις πες μου

Από νωρίς είμαι στο πρωινό σου στόμα Στην κορυφήν όπου προβάλλ’ η αγάπη σου Βλέπω τη θέληση της νύχτας να ξεχύνει τ' άστρα Τη θέληση της μέρας να κορφολογάει τη γη.

Σπέρνω στους κάμπους της ζωής χίλια μπλαβάκια
Χίλια παιδιά μέσα στο τίμιο αγέρι
Ωραία γερά παιδιά που αχνίζουν καλοσύνη
Και ξέρουν ν' ατενίζουν τους βαθιούς ορίζοντες
Όταν η μουσική ανεβάζει τα νησιά. Χάραξα τ' όνομα το αγαπημένο Στον ίσκιο της γιαγιάς ελιάς
Στον ρόχθο της ισόβιας θάλασσας.


Sun the First (1943)

VIII

I lived the beloved name
In the shade of the grandmother olive tree
In the roar of the lifelong sea.

Those who stoned me live no longer With their stones I built a fountain Verdant girls come to its threshold Their lips are descended from the dawn
Their hair unwinds deeply in the future.

Swallows come infants of the wind
They drink and fly that life go on
The bogey of dream becomes a dream
Grief rounds the good cape
No voice gets wasted in the sky's bosom.

O unwithering sea tell me what you are whispering

Early on I am in your morning mouth
On the peak where your love appears
I see night's volition pour forth the stars
Day's volition lop off the tops of earth.

In the fields of life I sow a thousand campion
A thousand children amid the honest wind
Beautiful strong children from whom goodness mist
Who know to gaze hard at far horizons
When music lifts the islands. I carved the beloved name
In the shade of the grandmother olive tree
In the roar of the lifelong sea.


Άξιον Εστί (1959)

ΤΑ ΠΑΘΗ


Ψαλμός Β΄

ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ μου έδωσαν ελληνική
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου.
Εκεί σπάροι και πέρκες,
ανεμόδαρτα ρήματα
ρεύματα πράσινα μες στα γαλάζια
όσα είδα στα σπλάχνα μου ν' ανάβουνε σφουγγάρια, μέδουσες
με τα πρώτα λόγια των Σειρήνων
όστρακα ρόδινα με τα πρώτα μαύρα ρίγη.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου με τα πρώτα μαύρα ρίγη.
Εκεί ρόδια, κυδώνια
θεοί μελαχρινοί, θείοι κι εξάδελφοι
το λάδι αδειάζοντας μες στα πελώρια κιούπια και πνοές από τη ρεματιά ευωδιάζοντας λυγαριά και σχίνο
σπάρτο και πιπερόριζα
με τα πρώτα πιπίσματα των σπίνων,
ψαλμωδίες γλυκές με τα πρώτα-πρώτα Δόξα Σοι.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα-πρώτα Δόξα Σοι!
Εκεί δάφνες και βάγια θυμιατό και λιβάνισμα
τις πάλες ευλογώντας και τα καριοφίλια.
Στο χώμα το στρωμένο με τ' αμπελομάντιλα κνίσες, τσουγκρίσματα
και Χριστός Ανέστη
με τα πρώτα σμπάρα των Eλλήνων.
Αγάπες μυστικές με τα πρώτα λόγια του Ύμνου.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια του Ύμνου!


The Axion Esti (1959)

PASSION

Psalm II

I WAS given the Modern Greek language;
a poor house on Homer's beaches.
My only care my language on Homer's beaches. Seabream there and perch
windbeaten verbs
green sea-currents amid the azure currents which I felt light up in my viscera
sponges, medusae
with the first words of the Sirens
pink shells with their first black shivers.
My only care my language with the first black shivers. Pomegranates there, quinces
swarthy gods, uncles and cousins pouring olive oil in huge jars;
and breaths from the ravines smelling of chaste-tree and lentisk
broom and ginger root
with the first cheeps of the finches,
sweet psalmodies with the very first Glory to Thee.
My only care my language with the very first Glory to Thee! Laurel there and palm fronds
censer and censings
blessing the sabres and flintlocks.
On the ground spread with vineleaves odors of grilled meat, eggs cracking and Christ is Risen 1
with the first gunshots of the Modern Greeks. Secret loves with the first words of the Hymn. 2
My only care my language, with the first words of the Hymn!


Το μονόγραμμα (1971)

ΙΙΙ

Έτσι μιλώ για σένα και για μένα

Επειδή σ' αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Να μπαίνω σαν Πανσέληνος
Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ' αχανή σεντόνια
Να μαδάω γιασεμιά - κι έχω τη δύναμη
Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Μέσ' από φεγγερά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε

Ακουστά σ' έχουν τα κύματα
Πως χαϊδεύεις, πως φιλάς
Πως λες ψιθυριστά το «τι» και το «ε»
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά

Πάντα εσύ τ' αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ' αγαπώ και σ' αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα κι εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει:

Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ' ουρανού με τ' άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου Να μυρίζω από σένα και ν'αγριεύουν οι άνθρωποι Επειδή το αδοκίμαστο και το απ' άλλου φερμένο
Δεν τ' αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ' ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ για σένα και για μένα.


The monogram (1971)

III


Thus I speak for you and me

Because I love you and in love I know
How to enter like the Full Moon
From everywhere, for your small foot on the huge sheets
How to pluck jasmine flowers – and I have the power
To blow and move you asleep
Through moonlit passages and the sea’s secret arcades
Hypnotized trees with silvering spiderwebs

The waves have heard of you
How you caress, how you kiss
How you say in a whisper the “what” and the “eh” Around the neck around the bay
Always we the light and shadow

Always you the little star and always I the dark boat Always you the harbor and I the beacon on the right The wet dockwall and the gleam on the oars
High in the house with the vine arbors
The bound-up rosebushes, the water that feels cold
Always you the stone statue and always I the lengthening shadow The half-closed window shutter you, I the wind that opens it Because I love you and I love you
Always you the coin and I the adoration that cashes it:

So much for the night, so much for the roar in wind
So much for the droplet in the air, so much for the quietude
Around the despotic sea
Arch of the sky with the stars
So much for your least breath

That I have nothing more
Amid the four walls, the ceiling, the floor
To cry out of you and so my own voice strikes me
To smell of you and so men turn wild
Because men can’t endure the untried
The brought from elsewhere and it’s early, hear me
It’s too early yet in this world my love

To speak of you and me.


 

Το μονόγραμμα (1971)

IV

Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ' ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ' ακούς Το χαμένο μου αίμα και το μυτερό, μ' ακούς Μαχαίρι
Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς
Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ' ακούς
Είμ' εγώ, μ' ακούς
Σ' αγαπώ, μ'ακούς
Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ
Το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ' ακούς
Που μ' αφήνεις, που πας και ποιος, μ' ακούς

Σου κρατεί το χέρι πάνω απ' τους κατακλυσμούς

Οι πελώριες λιανές και των ηφαιστείων οι λάβες
Θα 'ρθει μέρα, μ' ακούς
Να μας θάψουν, κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ' ακούς Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ' ακούς Των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει
Στα νερά ένα ένα, μ' ακούς
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ' ακούς
Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ' ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρες
Των Άγιων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ' ακούς
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ' ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ' ακούς
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ' ακούς

Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και, μ' ακούς
Της αγάπης
Μια για πάντα το κόψαμε
Και δε γίνεται ν' ανθίσει αλλιώς, μ' ακούς
Σ' άλλη γη, σ' άλλο αστέρι, μ' ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα, δεν υπάρχει ο αέρας
Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ' ακούς

Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ' άλλους καιρούς

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ' ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ' ακούς
Μες στη μέση της θάλασσας
Από μόνο το θέλημα της αγάπης, μ' ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ' ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει -ακούς;
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει ακούς;
Είμ' εγώ που φωνάζω κι είμ' εγώ που κλαίω, μ' ακούς
Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, μ' ακούς.


The monogram (1971)

IV



It’s too early yet in this world, hear me?
The monsters have not yet been tamed, hear me
My lost blood and the pointed, hear me
Knife
Like a ram that runs amid the skies
And snaps the boughs of the stars, hear me
It’s I, hear me
I love you, hear me
I hold you and lead you and dress you
In Ophelia’s white bridal gown, hear me
Where do you leave me, where are you going and who, hear me

Holds your hand over the floods

The day will come, hear me
The enormous lianas and the lava of volcanoes Will bury us and thousands of years later, hear me They’ll make us luminous fossils, hear me
For the heartlessness of men to shine, hear me
Over them
And throw us away in thousands of pieces, hear me
In the waters one by one, hear me
I count my bitter pebbles, hear me And time is a great church, hear me Where sometime the figures, hear me Of Saints
Weep real tears, hear me
The bells open on high, hear me
A deep passage for me to pass through
The angels wait with candles and funeral psalms
I go nowhere, hear me
Either no one ore we two together, hear me

This flower of tempest and, hear me
Of love
Once and for always we cut it, hear me
And it cannot come into bloom otherwise, hear me
In another earth, in another star, hear me
The soil, the very air we touched
Are no more, hear me

And no gardener was so fortunate in other times

To put forth a flower amid such a winter, hear me
And such northwinds, only we, hear me
In the middle of the sea
From only the wish for love, hear me
Raised a whole island, hear me
With caves and capes and flowering cliffs
Listen, listen
Who speaks to the waters and who weeps – hear? Who seeks the other, who cries out – hear?
It’s I who cry out and it’s I who weep, hear me
I love you, I love you, hear me.


http://www.moderngreek.illinois.edu/documents/Elytis_booklet.pdf 

ODYSSEAS ELYTIS ON WIKIPEDIA
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ ΣΤΗΝ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ




No comments:

Copyright by

DREAM JOURNAL >>> CLICK ON THE IMAGE TO PURCHASE NOW!

DREAM JOURNAL >>> CLICK ON THE IMAGE TO PURCHASE NOW!
A Journey along the Pathway to Light
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...